Σήμερα αγαπητοί μου αδελφοί και πατέρες, έχουμε την Κυριακή πριν από την απόδοση του Πάσχα, πριν από την εορτή της Αναλήψεως. Και αυτή η Κυριακή λέγεται του Τυφλού. Πήρε το όνομα, το προσωνύμιο από το θαυμαστό γεγονός που ακούσαμε στο Ιερό Ευαγγέλιο, από τον Άγιο και Ευαγγελιστή Ιωάννη. Να μας διηγείται την θεραπεία ενός εκ γενετής τυφλού. Δεν συνέβη κάτι στη ζωή του και τυφλώθηκε, αλλά ήταν αόμματος. Δεν είχε ούτε κόρες στα μάτια. Και ο κύριος πήγε κοντά του, τον βρήκε και οι μαθητές απόρησαν και του είπαν «ποιος αμάρτησε ινά γεννηθεί τυφλός. Ούτος ή οι γονείς αυτού;».
Φυσικά δεν ήταν δυνατό εκείνος να αμαρτήσει μέσα στην κοιλιά της μητέρας του, αλλά ο Χριστούς είπε ούτε οι γονείς του, αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού.
Και ξέρετε. Μέσα σε ανθρώπους που σηκώνουν σταυρούς ισοβίους, καθρεφτιζόμαστε εμείς, που για ασήμαντα πράγματα γκρινιάζουμε. Για λεπτομέρειες, για έναν λόγο έχουμε παράπονο και βλέπουμε αδελφούς μας που σηκώνουν ισοβίως σταυρούς ασθενείας, ακινησίας, παραλυσίας, τυφλώσεως, κωφώσεως ή ακόμη και πνευματικών πειρασμών. Ένας δύσκολος σύζυγος, μία δύσκολη σύζυγος, ένας πειρασμός των παιδιών μας ασήκωτος. Και σηκώνουν διαφόρους τύπους σταυρών, τους οποίους εμείς, ούτε στο μικρόα μας δακτυλάκι δεν μπορούμε να σηκώσουμε.
Περί πίστεως λοιπόν και σήμερα ο λόγος. Διότι όπως είδαμε, ο Χριστός δεν θεράπευσε τον τυφλό προστακτικά, όπως κάνει σε πολλά άλλα θαύματα. Και σε νεκραναστάσεις ακόμη, ο Χριστός, τον υιό της χήρας τον ανέστησε αμέσως, στο Λάζαρο τον φώναξε, δεν πήγε μέσα στον τάφο, να τον πιάσει από το χέρι, να τον σηκώσει, να του βγάλει τα σάβανα. «Λάζαρε δεύρο έξω» και σηκώθηκε. Αυτού (σ.σ. του τυφλού) δεν του είπε «να αναβλέψεις». Θα μπορούσε, δεν θα μπορούσε να το πει «βρες το φως σου»; Ήθελε όμως να μας δείξει και την υπακοή αυτού του ανθρώπου και την πίστη του. Θέλει και τη δική μας προαίρεση ο Χριστός. Ο Χριστός δεν έκανε τα θαύματα για να δείξει ποιος είναι. Δεν είχε ανάγκη να το κανει αυτό. Ο Χριστός έκανε τα θαύματα για να πιστέψουν οι άνθρωποι ότι αυτός εστίν ο Χριστός. Κανένας άλλος λόγος. Δεν το έκανε για επίδειξη.
Και βλέπετε, ζητά την προαίρεση του ανθρώπου αλλά δείχνει και σε εμάς την πίστη και την υπακοή του. Και τι κάνει αυτός ο Δημιουργός; Που λέει στο βιβλίο της Γενέσεως ότι ο Θεός «χοῦν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς» εποίησε τον ανδριάντα του «ἐνεφύσησεν» και έγινε ο άνθρωπος, «ψυχὴν ζῶσαν».
Τώρα, βλέπουμε τον πλαστουργό, τον ίδιο τούτο να κάνει το ίδιο πράγμα. Πτήσας χαμέ και έκανε πηλόν. Και πήρε από αυτόν τον πηλόν ο Δημιουργός και έβαλε στα μάτια του τυφλού και ανέπλασεν τις κόρες που δεν υπήρχαν. Αόμματος ήταν.
Και πάλι δεν θεραπεύεται. Πάλι δεν βλέπει το φως του. Και τον προστάζει «πήγαινε στου Σιλωάμ την κολυμβήθρα και να νιφτείς, να βάλεις νερό πάνω σου και θα θεραπευτείς. Αυτήν όλη την διαδικασία γιατί την κάνει ο Χριστός; Εφόσον έκανε τον πηλόν, του τον έβαλε. Δεν παραξενεύεται ο τυφλός, δεν γογγύζει. «Αφού μου έβαλε τον πηλόν και δεν είδα». Τίποτα δεν λέει. Κάνει υπακοή, ακούει στον λόγο του Θεού. Έχει πίστη στο λόγο του. Ότι αυτό που του λέει θα γίνει. Και πηγαίνει και πλένεται και είδε το φως του.
Και έρχεται εκεί μπροστά στον Χριστό μας. Και ποιο ήταν το φως του, του τυφλού; Αυτό το αισθητό νομίσατε; Αυτό που είδε μπροστά του ήταν το φως του, ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Αυτό είδε. Όχι μόνο με τα μάτια που του έφτιαξε αλλά και τα μάτια της ψυχής του. Και αυτό το αποδεικνύει μετά, όταν τον πήγαν στο δικαστήριο (σ.σ. τον τυφλό) να τον δικάσουν. «Πες μας τι έγινε», (τον ρώτησαν στο δικαστήριο) και τους είπε ο άνθρωπος, δεν ήξερε και ποιος ήταν, «ο λεγόμενος Ιησούς έφτυσε, μου έβαλε πηλό, με έστειλε να νιφτώ και βλέπω». Όχι του λένε, «αυτός είναι αμαρτωλός άνθρωπος, γιατί έκανε πηλό το Σάββατο». Κοιτάξτε ειρωνεία. Εκ γενετής τυφλός άνθρωπος, του έδωσε το φως του και αυτοί λένε «είναι αμαρτωλός».
Τι φθόνος, τι κακία. Διαφέρουμε πολύ και εμείς νομίσετε από αυτούς; Πολλές φορές δεν θέλουμε το καλό του άλλου, δεν θέλουμε τη σωτηρία του αδελφού μας.
Χθες, ήρθε μία κοπέλα και μου είπε: «Γέροντα να προσέχεις, βλέπω εδώ στο μοναστήρι έναν άνθρωπο που έρχεται που δεν είναι καλός. Έχει όνομα δυσφημισμένο και όλοι τον ξέρουν. Να προσέχεις».
«Τι προσέχω δηλαδή;»
«Ε, να προσέχεις απ’ αυτόν».
Και λέω «δεν χαίρεσαι που τον βλέπεις;»
Και μου λέει «έρχεται σε κάθε αγρυπνία».
Δεν ήξερα ούτε το όνομά του που μου είπε.
«Δε χαίρεσαι που έρχεται κρυφά, στο μοναστήρι, νύχτα, να μην επιδειχτεί και να κάθεται να προσεύχεται, να ακούει τη Λειτουργία; Και μου λες να προσέχω; Μα εγώ χαίρομαι να έρχονται τέτοιοι άνθρωποι. Εδώ είναι το ιατρείο. Κατηγοράς τα νοσοκομεία γιατί πηγαίνουν σε αυτά οι άρρωστοι; Κατηγορείς τους ιατρούς γιατί προσπαθούν να θεραπεύσουν τους αρρώστους;»
Αυτό είναι η Εκκλησία. Θεραπευτήριο.
Έτσι και οι Εβραίοι τότε. Κατηγορούσαν τον τυφλό γιατί να δεχτεί τη μέρα του Σαββάτου να του δώσει το φως του. Και δεν τον πίστευαν και ξαναρωτούσαν, πως σου το έκανε. «Μας σας είπα», λέει.
Φώναξαν τους γονείς του. Ελάτε εδώ. Τον ξέρετε αυτόν; ναι, είναι ο γιος σας, ναι. «Πες τε μας πως βλέπει». «Μα δεν ξέρουμε πως βλέπει» (σ.σ. απάντησαν). Και λένε «εμείς ξέρουμε ότι γεννήθηκε τυφλός. Τώρα ποιος τον εθεράπευσε και βλέπει δεν είδαμε. Ηλικία έχει ρώτησε τον ίδιο».
Τον ξαναφωνάζουν πάλι, «έλα εδώ πες μας, ποιος σε θεράπευσε». «Μας σας είπα» (σ.σ. τους λέει). «Πώς το έκανε (σ.σ. τον ρωτάνε ξανά). «Πάλι σας είπα» (σ.σ. τους λέει). «Μήπως θέλετε και εσείς να γίνεται μαθητές του»; Τους λέει. Και τότε θύμωσαν πολύ. «Εμείς είμαστε του Μωυσέως» λέει και «είδαμε ότι αυτός είναι αμαρτωλός για να παραβιάζει το Σάββατο». Και γίνεται ο τυφλός θεολόγος. Γίνεται ο τυφλός Απόστολος. Και τους λέει «εμείς δεν ακούσαμε ποτέ στον αιώνα να ακούει τον αμαρτωλό ο Θεός και αν ήταν αμαρτωλός δεν θα μπορούσε να δώσει το φως μου, που κανένας άλλος δεν μπόρεσε να μου το δώσει».
Ήθελε να τους πει ότι και εσείς ακόμη δεν μπορέσατε να το κάνετε. Και τον έδιωξαν. Τον έβγαλαν έξω, γιατί; Γιατί ο βίος και η πίστη του τυφλού τους έκανε να ελέγχονται οι ίδιοι.
Τότε, πηγαίνει στο ιερό και βρίσκεται μπροστά στον Χριστό. Και πήγε ο Χριστός και του είπε «να δώσεις δόξα στο Θεό που σε βοήθησε και είδες, στον Ιησού Χριστό». Και του λέει «Καί τίς εστι, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν». Και του είπε «Αυτός που μιλάς μαζί του τώρα, Αυτός είναι». Και είναι η δεύτερη φορά που αποκαλύπτεται, το ακούσαμε στη Σαμαρίτιδα.
Και έπεσε κάτω ο τυφλός ευγνωμονών. Και του είπε «πιστεύω Κύριε». Και τον ευχαρίστησε τον Χριστό. Εν αντιθέσει με τον παράλυτο που πήγε και τον κατήγγειλε τον Χριστό.
Γι αυτό και εμείς αδελφοί μου, να προσπαθήσουμε. Μη νομίσετε ότι βλέπουμε εμείς. Είμαστε πιο τυφλοί από τον τυφλό. Γιατί; Γιατί δεν μπορούμε να δούμε τον Χριστό. Ο τυφλός είδε το φως του, βλέποντας τον Χριστό. Αυτό είναι το φως το αληθινό. Τι λέει ο ίδιος; «Εγώ είμαι το φως του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ού μή περιπατήσει εν τή σκοτία». Άρα εκείνος που δεν τον ακολουθεί περπατά στη σκοτία. Όπως οι πιο πολλοί από εμάς και εγώ ακόμη ο ίδιος.
Να ευχαριστήσουμε τον Χριστό μας, που φανερώνεται μέσα στη ζωή μας αδελφοί μου. Και μας δίδει το φως. Και το αισθητό και το νοητό. Και βλέπετε όλοι οι Άγιοι είχαν εμπειρία του «αχτίστου φωτός». Της χάριτος του Θεού. Το φως το φωτίζον πάντα άνθρωπον.
Και εμείς λοιπόν, να πάμε να πλύνουμε τις λάσπες της ψυχής μας, στην πηγή του Σιλωάμ, που είναι η εξομολόγησης, ούτως ώστε να μπορέσουμε και εμείς να αντικρίσουμε το Φως του κόσμου. Τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν. Αμήν.
Από το κήρυγμα του Γέροντα Νήφωνα την Κυριακή του Τυφλού την 9η Ιουνίου 2024