Ο Προφήτης Ηλίας, υιός του Σαβώκ από την φυλή του Ααρών, ήταν Ισραηλίτης και έδρασε στο βόρειο βασίλειο του Ισραήλ κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αχαάβ (875 – 854 π.Χ.) και του Οχοζία (854 – 853 π.Χ.). Η πρώτη του εμφάνιση καλύπτεται από μυστήριο, το οποίο διατηρείται καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του. Υπάρχει μόνο μία σύντομη αναφορά στην καταγωγή του: «Και είπεν Ηλιού ο προφήτης ο θεσβίτης εκ Θέσβης της Γαλαάδ…», που όμως και αυτή αμφισβητείται. Κάποιοι υποστηρίζουν, στηριζόμενοι στο Γ’ Βασιλειών 17, 1, ότι η αναφορά ενισχύει την υπόθεση ότι ο Προφήτης Ηλίας δεν ζούσε σε ένα συγκεκριμένο μέρος στην Γαλαάδ, που κείται ανατολικά του Ιορδάνου, αλλά ήταν μέλος είτε των Κενιτών, είτε των Ρεχαβιτών, σχισματικών ομάδων, που ηγούνταν της νομαδικής ζωής. Η έρευνα, επίσης, κλίνει προς την άποψη, ότι το μέρος που ονομαζόταν Τισμπέ ή Τσιμπί της Γαλαάδ είναι ο τόπος της γεννήσεως του Προφήτου. Μερικοί προσπαθούν να την ταυτίσουν με την Τισμπέ της περιοχής της φυλής του Νεφταλί, αλλά οι Εβδομήκοντα εκλαμβάνουν την αμφισβητούμενη λέξη ως κύριο όνομα και μεταφράζουν «Ηλίας ο θεσβίτης από τη Θεσβών της Γιλεάδ».
Επιπρόσθετα έχει υποστηριχθεί, ότι είναι πιθανόν το όνομα Ηλίας να μην ήταν το γνήσιο όνομα του Προφήτου, αλλά ένα θεοφόρο όνομα, που δηλώνει την προφητική αποστολή του.
Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητήσουμε ότι ο Προφήτης Ηλίας καταγόταν από τα άγρια αλλά όμορφα βουνά της περιοχής της Γαλαάδ, της ορεινής Παλαιστίνης στην ανατολική πλευρά του Ιορδάνου και προερχόταν, πιθανώς, από την φυλή Γαδ ή από το ήμισυ της φυλής Μανασσή. Τα απομονωμένα βουνά και η άγονη έρημος ανταποκρίνονταν στο πνεύμα του Προφήτου, που ήταν αυστηρό, ασκητικό και καθαρών μονοθειστικό. Ο Προφήτης Ηλίας διακρίνεται από τους ομοεθνείς του για τον φόβο του προς τον Θεό, ο Οποίος κατ’ αποκλειστικότητα τον απασχολεί.
Ο τρόπος βίου του Προφήτου Ηλία υπήρξε μία συνεχής διαμαρτυρία κατά της χαναατικής θρησκείας, και μάλιστα του Βάαλ, και του πολιτισμού, ο οποίος διέφθειρε την Ισραηλιτική θρησκεία. Κέντρο των προσπαθειών και των αγώνων του είναι η αναγνώριση του Γιαχβέ ως του μόνου Θεού.
Η εποχή του είχε ανάγκη από μία μεγάλη μορφή, που θα έσωζε το Ισραήλ από την ειδωλολατρεία και την θρησκευτική κατάπτωση, όπου είχε περιπέσει. Έκφραστής των αντιδράσεων, που διαδραματίσθηκαν εκείνη την περίοδο, ήταν ο Προφήτης Ηλίας.
Οι ισχυροί της ημέρας, μεθυσμένοι από τις στρατιωτικές νίκες, από την λάμψη της νέας πρωτεύουσας και από την ευημερία των πόλεων, ζούν σε μία ατμόσφαιρα αλαζονικής αυτάρκειας και εθνικής εξάρσεως. Στο βασιλικό παλάτι, η ειδωλολάτρισσα σύζυγος του Αχαάβ, η Ιεζάβελ, δεν καταστρώνει παρά μόνο εγκληματικά σχέδια, ιδρύει στην Σαμάρεια ναό του Βάαλ και ο ίδιος ο βασιλέας φαίνεται να προσφέρει ανθρωποθυσία κατά την ανοικοδόμηση της Ιεριχούς. Στο ναό του Βάαλ υπάρχουν εκατοντάδες ψευδοπροφήτες, που έχουν επιφορτισθεί με το έργο της διαδόσεως της λατρείας των ειδώλων. Το ζήτημα, το οποίο χωρίζει τις δύο ομάδες λατρείας των προφητών, είναι θρησκευτικό: είναι ο Βάαλ θεός ή ο Γιαχβέ;
Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα επαφίεται κατόπιν κοινής συμφωνίας να λυθεί διά θαύματος επί του όρους Καρμήλου. Ο Προφήτης Ηλίας αποδέχεται την πρόσκληση για αναμέτρηση και καταισχύνει τους αντιπάλους του με την επέμβαση του Θεού. Ενώ, ακόμη, ο Ηλίας προσευχόταν, «έπεσε πυρ παρά Κυρίου εκ του ουρανού», το οποίο δεν έκανε μόνο κάρβουνο και στάχτη τα κομμάτια του ζώου και τα ξύλα, όπως και άλλες φορές, αλλά και το νερό, που βρισκόταν στην τάφρο, το εστέγνωσε και το μετέβαλε σε ατμό. Ήταν και αυτό μία προειδοποίηση του θαύματος της βροχής, που επρόκειτο να επακολουθήσει.
Σύμφωνα με το Γ΄ Βασιλειών (19, 1), ο Προφήτης Ηλίας αναγκάσθηκε λόγω του διωγμού που εξαπέλυσε η Ιεζάβελ, η σύζυγος του Αχαάβ, εναντίων του και των μαθητών του, εξ αίτίας της σφαγής των ψευδοπροφητών του Βάαλ, να διαφύγει στη νοτιότερη πόλη της Παλαιστίνης, την Βεερσεβά, όπου κουρασμένος και αποθαρρυμένος ήγγισε τα όρια του θανάτου. Εκεί ξαπλωμένος αναφωνεί: «Είναι αρκετό τώρα, Θεέ! Λάβε την ψυχή μου, διότι δεν είμαι ισχυρότερος των πατέρων μου», και με την παράκληση αυτή αποκοιμάται. Αλλά Άγγελος Κυρίου τον ξυπνά, δυναμώνοντάς τον με τροφή και νερό, παρακινώντας τον ταυτόχρονα να συνεχίσει το ταξίδι του.
Ο Προφήτης Ηλίας ταξίδεψε σαράντα ημέρες, ώσπου να φθάσει στο όρος Χωρήβ και να εισέλθει σε ένα σπήλαιο. Εκεί ανέμενε την εμφάνιση του Θεού. Φυσικά φαινόμενα συνόδευσαν την Θεοφάνεια αυτή, κατά την οποία δεν αποκαλύφθηκε ο Ίδιος ο Θεός, αλλά ακούσθηκε η φωνή Του. Η θύελλα, ο σεισμός και η φωτιά, που ήταν σημεία της Θείας Παντοδυναμίας, προκάλεσαν την προσοχή του Προφήτου. Τον έκαναν να φοβηθεί, να συντριβεί και να ταπεινωθεί. Όμως ο Θεός δεν του μίλησε μέσα από τα φοβερά εκείνα σημεία, αλλά ως θεία Αγάπη και Ευσπλαγχνία, που είναι, του φανέρωσε το θέλημά Του με φωνή αύρας λεπτής.
Με την εμφάνιση εκείνη ο Κύριος ήθελε να διδάξει τον Προφήτη, ότι οφείλει να μην είναι άνθρωπος των άκρων, αλλά ηπιώτερος και μαλακώτερος στον αγώνα, ότι ακόμη η πίστη δεν επιβάλλεται με σκληρά, αλλά με ήπια μέσα. Όλα τα ανωτέρω ήσαν, επομένως, παιδαγωγία του Θεού, για να κάμει τον Προφήτη Ηλία φιλάνθρωπο.
Και ο Προφήτης συνεχίζει το έργο του, που ξεπερνά τα όρια της Διαθήκης και τον περιούσιο λαό του Θεού. Μια ειδωλολάτρισσα σώθηκε από την πείνα λόγω της μεγάλης εμπιστοσύνης που είχε στον λόγο του Θεού. Δοκιμάσθηκε τόσο η πίστη όσο και η υπακοή της μέσω της υπακοής της στο θέλημα του Προφήτου Ηλία και κατ’ επέκταση στο θέλημα και στο σχέδιο του Θεού. Ο υιός της χήρας των Σαρεπτών, εξ άλλου, επιστρέφει από τον θάνατο στην ζωή χάριν του Προφήτου Ηλία, ο οποίος προσεύχεται ζωηρά, εμφυσά τρεις φορές τον νεκρό και παρακαλεί τον Θεό να τον αναστήσει.
Ο Προφήτης Ηλίας, μετά τον Μωϋσή, τον Αβραάμ και τον Δαυίδ, μνημονεύεται πολύ συχνά στην Καινή Διαθήκη. Οι Προφήτες, ως Άγγελοι της Νέας Διαθήκης, έχουν ως αποστολή και έργο τους να μεταφέρουν το θειο μήνυμα στον λαό, τον οποίο πρέπει να ενισχύουν στις δύσκολες στιγμές, να στιγματίζουν τα ολισθήματά του και να τον επαναφέρουν με τις νουθεσίες και το παράδειγμα της ζωής τους στον δρόμο του Θεού, όταν αυτός θα έχει αμαρτήσει ενώπιόν Του.
Ένας τέτοιος Άγγελος υπήρξε και ο Προφήτης Ηλίας, ο οποίος επικράτησε σε θεολογικές συζητήσεις και εσχατολογικές προσδοκίες για δύο κυρίως λόγους: την μυστηριώδη ανάληψή του, η οποία πραγματοποιήθηκε ως ανταμοιβή για τον ζήλο που έδειξε υπέρ του Νόμου και την αποστολή του προ της Δευτέρας Παρουσίας.
Όσον αφορά στην ανάληψη του Προφήτου Ηλία, είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κύριος έστειλε «άρμα πυρός και ίππους πυρός», τα οποία ήσαν σύμβολα της δυνάμεως του Θεού, για να παραλάβουν τον Προφήτη Ηλία. Οι ψυχές των πιστών μεταφέρονται από τους Αγγέλους, στις αγκάλες του Αβραάμ, για να βρούν σε αυτές ανάπαυση στον παράδεισο.
Στην περίπτωση όμως του Προφήτου, επειδή επρόκειτο να αναληφθεί με το σώμα του, ο ουράνιος συνοδός ήταν ορατός. Οι ουράνιοι συνοδοί παρουσιάσθηκαν ως «άρμα πυρός και ίππου πυρός», ώστε ο Προφήτης να ανέλθει στο πύρινο άρμα με αξιοπρέπεια, δόξα και πομπή. Το άρμα και οι ίπποι παρουσιάσθηκαν ως φωτιά, όχι διότι έκαιγαν, αλλά διότι έλαμπαν, άστραφταν με σκοπό να καταστήσουν την ανάληψη του Προφήτου εμφανή, λαμπρή και ένδοξη σε εκείνους που παρακολουθούσαν το γεγονός αυτό από μακρυά. Ο Προφήτης καιγόταν από ζήλο για τον Θεό και την δόξα του Θεού, γι’ αυτό και τώρα με ουράνια φωτιά καθαρίζεται, λαμπρύνεται και μετατίθεται στον ουρανό.
Αξιοσημείωτο είναι, ότι ο Προφήτης Ηλίας, πριν την ανάληψή του, επισκέπτεται τους Προφήτες τόσο της Βαιθήλ όσο και της Ιεριχούς, οι οποίοι είχαν γνώση περί της επικειμένης αναλήψεως του Προφήτου πιθανόν από μυστική αποκάλυψη, την οποία τους έκανε ο Θεός, όπως επίσης και ο Προφήτης Ελισσαίος, ο οποίος σιωπούσε και συμβούλευε και τους άλλους Προφήτες να ησυχάζουν και να περιμένουν το γεγονός με σιωπή και άγιο φόβο.
Ο Προφήτης Ηλίας ήταν κάτοικος της ερήμου και εραστής της μονώσεως. Υπήρξε θερμός και αυστηρός κήρυκας μετάνοιας στον λαό. Η ακτινοβολία της προσωπικότητός του επηρέασε όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και την εποχή του με αμείωτη, μάλιστα, αίγλη, που φθάνει ως τις ημέρες μας.
Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε
Ο ένσαρκος Άγγελος, των Προφητών η κρηπίς, ο δεύτερος Πρόδρομος, της παρουσίας Χριστού, Ηλίας ο ένδοξος, άνωθεν καταπέμψας, Ελισσαίω την χάριν, νόσους αποδιώκει, και λεπρούς καθαρίζει· διό και τοις τιμώσιν αυτόν, βρύει ιάματα.
Κοντάκιον. Ήχος β’. Αυτόμελον
Προφήτα και προόπτα των μεγαλουργιών του Θεού, Ηλία μεγαλώνυμε, ο τω φθέγματί σου στήσας τα υδατόρρυτα νέφη, πρέσβευε υπέρ ημών, προς τον μόνον Φιλάνθρωπον.
Μεγαλυνάριον.
Ζήλω ουρανίω πυρποληθείς, φλέγεις την απάτην, ως πυρίπνους και ζηλωτής· όθεν ανυψώθης, εν άρματι πυρίνω, ω Ηλιού Προφήτα, προς βίον άφθαρτον.