Σήμερα, 18 Ιουλιου, εορτάζει ο Άγιος Αιμιλιανός . Καταγόταν από την περιοχή Δορυστόλου της Θρακικής Μοισίας και από ευλαβή οικογένεια. Ο πατέρας του, που ήταν τοπάρχης της περιοχής, ονομαζόταν Σαββατιανός και φρόντισε να αναθρέψει τον υιό του με πνεύμα χρηστότητος και ευσεβείας.
Κατά την εποχή του αυτοκράτορος Ιουλιανού του Παραβάτου (360 – 363 μ.Χ.) και Καπιτωλίνου βικαρίου, ο Άγιος υπηρετούσε στον στρατό. Επειδή ήταν ζηλωτής της πίστεως, εισήλθε στον ειδωλολατρικό ναό και συνέτριψε τα ξόανα και αγάλματα που ήσαν τοποθετημένα μέσα σ’ αυτόν, χωρίς να γίνει άντιληπτός σε κανέναν, σε μια στιγμή που ο λαός του Δορυστόλου διασκέδαζε μαζί με τον έπαρχο Καπιτωλίνο.
Μόλις ο έπαρχος πληροφορήθηκε το γεγονός, οργίσθηκε και έδωσε εντολή να βρούς αμέσως αυτόν που το έκανε. Οι στρατιώτες συνέλαβαν έναν αθώο χωρικό. Μαθαίνοντας ο Άγιος την σύλληψη του αθώου χωρικού, σκέφθηκε όχι μόνο ότι ένας αθώος θα πλήρωνε για κάτι που δεν είχε διαπράξει, αλλά και ότι θα έχανε την Βασιλεία του Θεού. Έτσι παρουσιάσθηκε στους στρατιώτες και ομολόγησε την πράξη του. Άμέσως οι στρατιώτες Βαλεριανός και Μαξέντιος τον συνέλαβαν και τον έφεραν με ονειδισμούς στο ανάκτορο του Καπιτωλίνου. Αφού του ανέφεραν ότι αυτός είναι που γκρέμισε τα είδωλα και βεβήλωσε τις θυσίες που είχαν τοποθετηθεί επάνω στους βωμούς, ο ηγεμόνας οργίσθηκε και έδωσε εντολή να τον βασανίσουν.
Μετά τα βασανιστήρια ο Καπιτωλίνος τον προέτρεψε να θυσιάσει στα είδωλα λέγοντας στον Άγιο, ότι η πίστη του είναι μάταιη και ψεύτικη. Ο Αιμιλιανός και πάλι δεν δίστασε. Ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό και Κύριό του. Τότε ο ηγεμόνας έδωσε εντολή να κάψουν τον Αιμιλιανό ζωντανό. Οι στρατιώτες πήραν τον Άγιο και τον οδήγησαν στις όχθες του ποταμού Δούναβη. Εκεί άναψαν την φωτιά και τον έρριψαν μέσα. Όμως η Χάρη του Θεού τον διεφύλαξε σώο και αβλαβή, ενώ η φωτιά κατέκαυσε τους στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί κοντά. Βλέποντας ο Άγιος το θαύμα, ευχαρίστησε τον Άγιο Θεό, έκανε το σημείο του σταυρού και αμέσως παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο λέγοντας: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, δέξαι την ψυχή μου». Ήταν το έτος 362 μ.Χ.
Η σύζυγος του επάρχου Καπιτωλίνου, η οποία ήταν κρυπτοχριστιανή, ζήτησε και έλαβε το ιερό λείψανο του Μάρτυρος, το οποίο οι Χριστιανοί ενταφίασαν με ευλάβεια και τιμή σ’ ένα τόπο που λέγεται Γκεντίνα, κοντά στο Δορύστολο.
Η Σύναξη του Αγίου Αιμιλιανού ετελείτο στο μαρτύριο αυτού που βρισκόταν «εν τη Ράβδω».
Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Ως προσφορά και ολοκάρπωμα θείον, διά πυρός προσενεχθείς τω Δεσπότη, τοις όμβροις των χαρίτων σου ευφραίνεις νυν ημάς· πυρ γαρ το ουράνιον, τη ψυχή περιφέρων, ώσπερ αύραν έφερες, την κατάφλεξιν Μάρτυς. Αλλά μη παύση πάντοτε φρουρείν, τους σε τιμώντας, Αιμιλιανέ ένδοξε.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. Τη Υπερμάχω.
Ως ευσεβείας στηλογράφημα θεόγλυπτον
Της ασεβείας καθαιρέτης αναδέδειξαι
Τα σεβάσματα συντρίψας της απωλείας.
Αλλ’ ως έμπλεως της θείας αγαπήσεως
Ως χρυσός εν τω πυρί ευρέθης δόκιμος·
Όθεν κράζομεν, χαίροις Μάρτυς αήττητε.
Μεγαλυνάριον.
Ίαμα ως δρόσος εωθινή, ευσεβέσιν ώφθη, η ση άθλησις εν πυρί· δι’ αυτής γαρ Μάρτυς, τω κόσμω διαπνέεις, ω Αιμιλιανέ τας θείας χάριτας.