Αἴγυπτον ἄρδει Νεῖλος, ἀλλὰ καὶ κτίσιν.
Λόγῳ κατάρδει, καὶ θανών, Νεῖλος μέγας.
Ο σοφός Νείλος εορτάζει στις 12 Νοεμβρίου. Έγινε έπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, αλλά άφησε την δόξα του κόσμου και έγινε μοναχός στο όρος Σινά μαζί με τον υιό του Όσιο Θεόδουλο (14 Ιανουαρίου). Οι όσιοι έζησαν προ των μέσων του 5ου αιώνος μ.Χ. επί βασιλείας Θεοδοσίου Β’ (408-450 μ.Χ.).
Εκεί λοιπόν που διέμεναν, ο Νείλος, ο υιός του Θεόδουλος και οι άλλοι μοναχοί, ξαφνικά τους επιτέθηκαν βάρβαροι και άρχισαν να τους κατασφάζουν. Ο Νείλος κατόρθωσε να διαφύγει. Τον υιό του όμως, Θεόδουλο τον πήραν μαζί τους αιχμάλωτο. Στην αρχή θέλησαν να τον σκοτώσουν. Αλλά κατόπιν τον πούλησαν και τον αγόρασε ο επίτροπος της Λούζης, ο όποιος και του απέδωσε την ελευθερία του.
Κατόπιν ο Θεόδουλος συναντήθηκε με τον πατέρα του όσιο Νείλο, που είχε διαφύγει από τη σφαγή των πατέρων του Σινά, και πήγε μαζί του σε ερημικό αναχωρητήριο. Εκεί χρησιμοποίησαν τη ζωή τους, όχι μόνο για την ατομική τους σωτηρία, αλλά και για τη συγγραφή λόγων και επιστολών, όπου βρίσκονται θησαυρισμένες πολύτιμες συμβουλές για τον τρόπο, με τον όποιο οφείλουν να ζουν οι χριστιανοί αναχωρητές, για να πετύχουν τον άγιο σκοπό τους.
Απεβίωσαν και οι δυο ειρηνικά. Τα άγια λείψανα τους, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Ιουστινιανός, τα έφεραν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και τα κατέθεσαν στον Ναό των Αγίων Αποστόλων.
Αλλά ο Σ. Ευστρατιάδης στο Αγιολόγιο του γράφει και τα εξής: «Ούτος ήταν διάσημος στα λόγια και στο αξίωμα, έπαρχος Κωνσταντινουπόλεως και ευσεβέστατος, ζώντας στην εποχή του Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 – 395) [εικάζω μάλλον επί Θεοδοσίου του Β΄ (408 – 450)], ενώ κατά τον Συναξαριστή Νικόδημο (όχι ορθώς) επί Μαυρικίου (582 – 602). Συζευχθείς με γυναίκα απέκτησε δύο παιδιά, ένα άρρεν και ένα θήλυ· αλλά έχοντας άσβεστο ζήλο προς τη μοναχική πολιτεία, έπεισε τη σύζυγό του να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη και ήρθαν στην Αλεξάνδρεια. Εκεί χωρίστηκαν μεταξύ τους και η μεν γυναίκα πήρε μαζί της τη θυγατέρα, ενώ ο Νείλος τον υιό του Θεόδουλο, με τον οποίο αναχώρησε στο όρος Σινά για άσκηση. Όμως εκεί, επιτεθέντες βάρβαροι απήγαγαν, μεταξύ άλλων, και τον υιό του, για τον οποίο έκλαιε και θρηνούσε πικρά (βλ. Αββάδες τριακονταοκτώ οι εν Σινά, Ιανουαρίου 14). Στην ερημική εκείνη ανάπαυση ασχολήθηκε με συγγραφή ασκητικών έργων, που μαρτυρούν τη σοφία του και τον έρωτά του προς την άσκηση. Ζώντας με νηστείες και προσευχές, εκοιμήθη εν ειρήνη. Τα ιερά του οστά μετακομίστηκαν από τον βασιλέα Ιουστίνο (518 – 527) και κατατέθηκαν στο ναό του αποστόλου Παύλου στο Ορφανοτροφείο, κάτω από το θυσιαστήριο. Αν αυτό αληθεύει, η πληροφορία του Συναξαριστή ότι έζησε επί Μαυρικίου δεν στηρίζεται».
πηγή: saint.gr
