Είναι άγνωστο από που καταγόταν ο Άγιος Ιερομάρτυς Δωρόθεος. Άθλησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Ιουλιανού του Παραβάτου (360 – 362 μ.Χ.). Σοφώτατος και εγκρατέστατος Ιεράρχης, διακρινόταν για τη βαθιά θεολογική του μόρφωση και την πλήρη γνώση των Γραφών. Κατά τους επί Μαξιμιανού και Λικινίου (286 – 323 μ.Χ.) εναντίων των Χριστιανών κινηθέντες διωγμούς, μετά από παράκληση του ποιμνίου του, αναγκάσθηκε να καταφύγει στη Δυσσόπολη της Θράκης, όπου παρέμεινε ιδιωτεύων μέχρι του θανάτου αυτών. Αφού επανήλθε στην Επισκοπή του, εξακολούθησε να κυβερνά το ποίμνιό του με πατρική φροντίδα, διδάσκοντας, στηρίζοντας και ενισχύοντας αυτό. Παρευρέθηκε στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Νίκαι της Βιθυνίας, το 325 μ.Χ., η δε ζωή και η δράση του παρατάθηκε καθ’ όλη τη βασιλεία του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Ανακινηθέντων των διωγμών επί αυτοκράτορος Ιουλιανού του Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.), κατέφυγε και πάλι στη Θράκη, αλλά, συλληφθείς υπό των ειδωλολατρών, εβασανίσθηκε σκληρά και ετελειώθηκε μαρτυρικά στη Δυσσόπολη (κατ’ άλλους στην Έδεσσα), το 362 μ.Χ., σε ηλικία εκατόν επτά ετών.
Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ως δώρημα τέλειον, εκ του των φώτων Πατρός, σοφίας την έλλαμψιν, ως Ιεράρχης σοφός, εδέξω Δωρόθεε· όθεν και πλεονάσας, τον σον τάλαντον μάκαρ, ήθλησας υπέρ φύσιν, βαθυτάτω εν γήρα, πρεσβεύων Ιερομάρτυς, υπέρ των ψυχών ημών.
Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Ορθοδόξοις δόγμασιν, Ιερομάρτυς κηρύξας, δώρον θείον άγιον, σαυτόν προσήξας τω Κτίστη, πρότερον, εν τη ασκήσει ενδιαπρέψας, ύστερον, τω μαρτυρίω στερρώς αθλήσας, και νομίμως υπεδέξω, βραβείον νίκης, παρά Χριστού του Θεού.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις της σοφίας μυσταγωγός, και της Εκκλησίας, θεοφάντωρ ο ιερός· χαίροις ο Μαρτύρων, της δωρεάς τρυφήσας, ως θείος Ιεράρχης, Πάτερ Δωρόθεε.