Κάποτε στήν Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου στό Άγιον όρος, επλησίαζε ή 6η Δεκεμβρίου καί όλοι οί Πατέρες ευρίσκον βοήθεια του Θεού, όλες οι προετοιμασίες της πανηγύρεως επήγαν καλά. Μόνο οι μάγειροι ήταν ανήσυχοι που ακόμη δεν μπόρεσαν να τους προμηθεύσουν ψάρια. Την παραμονή το απόγευμα, πλησιάζουν τον Ηγούμενο Συμεών, και του λένε:
-Γέροντα, μήπως πρέπει να σκεφθούμε τον βακαλάο. Αν είναι, να τον βάλουμε από τώρα στο νερό.
-Όχι, όχι! Μην το σκέπτεσθε αυτό. Θα έχουμε φρέσκα ψάρια. Ο Άγιος Νικόλαος θα φροντίσει.
Άρχισε εν τω μεταξύ η αγρυπνία. Έφθασε ο Όρθρος και ψάρια δεν είχαν. Ευρίσκουν πάλι οι μάγειροι τον Ηγούμενο:
-Τώρα πια, Γέροντα, ούτε βακαλάο μπορούμε να έχουμε. Να βάλουμε φασόλια;
-Όχι, όχι! Θα έρθουν ψάρια.
Ήταν κάτι που δεν μπορούσαν να το καταλάβουν. Έφθασε η ώρα των Αίνων. Τότε, κάποιες χαρούμενες φωνές ακούσθηκαν στην αυλή. Ήταν ο αρσανάρης «Πατέρες, κατεβήτε! Πάρτε καλάθια και κατεβήτε! Ο Άγιος έκανε μεγάλο θαύμα!».
Δώρο θεόσταλτο! Η παραλία είχε γεμίσει ροφούς!