Η κατάθεσις της Τιμίας Εσθήτος στην Αγία Σορό της Υπεραγίας Θεοτόκου συνέβη στα χρόνια του αυτοκράτορος Λέοντος Α’ του Μεγάλου (457 – 474 μ.Χ.).
Την Τιμία Εσθήτα είχαν μεταφέρει από την Κωνσταντινούπολη οι δύο αδελφοί πατρίκιοι Γαλβίνος και Κάνδιδος, οι οποίοι βρίσκονταν στην Παλαιστίνη και αφού πληροφορήθηκαν ότι αυτή φυλασσόταν στη Γαλιλαία από κάποια υπέργηρη Εβραία, μετέβησαν μέχρι εκεί και με κάποιο τέχνασμα την αφαίρεσαν.
Όταν επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, παρέδωσαν της Εσθήτα στον αυτοκράτορα, ο οποίος την τοποθέτησε μέσα σε θήκη από χρυσό και άργυρο που περιβαλλόταν από βασιλική πορφύρα στο ναό της Θεοτόκου στις Βλαχέρνες.
Το ναό αυτό είχαν κτίσει προς τιμήν της Θεοτόκου ο αυτοκράτορας Μαρκιανός και η σύζυγός του Πουλχερία (450 – 457 μ.Χ.) και είχαν τοποθετηθεί σε αυτόν τα εντάφια σπάργανα της Θεομήτορος, που είχαν αποσταλεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο (422 – 458 μ.Χ.). Εκεί μαζί με άλλα ιερά κειμήλια φυλασσόταν και η περίφημη εικόνα της Θεοτόκου της Βλαχαρνίτισσας, την οποία έφεραν μαζί τους οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες στις εκστρατείες τους. Ο Ναός καταστράφηκε το 1070, από πυρκαγιά και αφού ανοικοδομήθηκε από τον Ρωμανό τον Γ’ τον Αργυρό (1028 – 1034), κάηκε εκ νέου από απροσεξία, στις 19 Ιουλίου 1434.
Στη Θεία Λειτουργία της εορτής παρίστατο στο ναό και ο αυτοκράτορας.
Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ’.
Θεοτόκε Αειπάρθενε, των ανθρώπων η σκέπη, Εσθήτα και Ζώνην του αχράντου σου σώματος, κραταιάν τη πόλει σου περιβολήν εδωρήσω, τω ασπόρω τόκω σου άφθαρτα διαμείναντα· επί σοι γαρ και φύσις, καινοτομείται και χρόνος. Διό δυσωπούμέν σε, ειρήνην τη πολιτεία σου δώρησαι, και ταίς ψυχαίς ημών το μέγα έλεος.
Έτερον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείον ένδυμα, των οίκτιρμών σου, και ιμάτιον αθανασίας, την αγίαν σου Εσθήτα και άφθαρτον, τη κληρουχία σου Κόρη δεδώρησαι, εις περιποίησιν πάντων και σύναψιν. Όθεν Άχραντε, την θείαν αυτής κατάθεσιν, τιμώντες ευσεβώς σε μεγαλύνομεν.
Κοντάκιον Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ
Περιβολήν πάσι πιστοίς αφθαρσίας, Θεοχαρίτωτε Αγνή εδωρήσω, την Ιεράν Εσθήτά σου μεθ’ ης το ιερόν, σώμά σου εσκέπασας, σκέπη πάντων ανθρώπων· ης περ την κατάθεσιν, εορτάζομεν πόθω, και εκβοώμεν φόβω σοι σεμνή· χαίρε Παρθένε, Χριστιανών το καύχημα.
Μεγαλυνάριον.
Της αθανασίας τον χορηγόν, τέξασα Παρθένε, ηθανάτισας τον Αδάμ· τούτο γαρ δηλούσα, η άφθαρτος Εσθής σου φθοράς παθών λυτρούται, τους προσπελάζοντας.