Είναι γνωστό ότι αυτά που έλεγε ο Φαρισαίος ήταν όλα αλήθεια. Δεν ήταν ψέματα όταν έλεγε ότι «νηστεύω δις του Σαββάτου, προσεύχομαι, αποδεκατώ, κάνω ελεημοσύνες». Έκανε ελεημοσύνες πιο πολλές από τις δικές μας. Το 10% το έδινε. Εμείς το δίνουμε άραγε το 10% από αυτά που παίρνουμε; Από αυτά που έχουμε; Δε νομίζω. Λίγοι. Αυτός το έκανε και όμως δεν δέχτηκε ο Θεός τίποτα από αυτά. Διότι άρχισε καλά και λέει «ο Θεός εὐχαριστῶ σοι». Μέχρι εδώ καλά είναι αλλά γιατί «εὐχαριστῶ σοι»; Που «δεν είμαι εγώ σαν τους άλλους ανθρώπους» όπως είναι εκείνος εκεί ο Τελώνης. «Εγώ προσεύχομαι, κάνω ελεημοσύνες, άλλοι άνθρωποι είναι άρπαγες, κλέφτες, ψεύτες», τους επέρασε γενεές δεκατέσσερις όλους και κατά τα άλλα προσευχόταν στο Θεό.
Και ο Τελώνης, αμαρτωλός μεν, όχι μόνο με τα λόγια του αλλά και με όλη τη στάση του σώματος του, τις κινήσεις του, έδειχνε την μετάνοιά του. Και ούτε είχε μάτια να κοιτάξει προς τα πάνω, όπως ο Φαρισαίος που στεκόταν ορθωτός, με τα χέρια ψηλά, να τον βλέπουν και οι άνθρωποι. Εκείνος (σ.σ. ο Τελώνης) πήγε και κρύφτηκε σε μία γωνιά, πίσω από μία κολώνα και εκεί όχι μόνο έκλαιγε, χτυπούσε και το στήθος του και έλεγε «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Και κατέβηκε τούτος δικαιωμένος.
Μπορεί να είμαστε μέσα στην Εκκλησία, να εξομολογούμαστε, να κοινωνούμε, να κάνουμε ελεημοσύνες κ.τ.λ. και να νομίζουμε ότι εμείς είμαστε οι καλοί χριστιανοί. Και όχι μόνο τούτο, αλλά έχουμε και το Θεό υπόχρεο. Να μας σώσει.
Έτσι χάνουμε το νόημα. Δεν υπάρχει ταπείνωση. Γιατί νομίζουμε ότι είναι η δική μας παλληκαριά, τα δικά μας έργα. Χωρίς να υποψιαστούμε ότι τίποτα δικό μας δεν είναι. «Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθέν εστι καταβαίνον».
Από το κήρυγμα του Γέροντα Νήφωνα στη σύναξη φοιτητών (Περί Τελώνου και Φαρισαίου) το Σάββατο 24 Φεβρουαρίου