Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον, καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου σὺν Νικοδήμῳ καὶ θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον, εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν· Οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ! ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος, ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφῳ περιεβάλλετο καὶ ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο καὶ διερήγνυτο τοῦ ναοῦ τὸ καταπέτασμα· ἀλλ’ ἰδοὺ νῦν βλέπω σε δι’ ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον. Πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἰλήσω; ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα; ἢ ποῖα ᾄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ, Οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τὰ πάθη σου, ὑμνολογῶ καὶ τὴν ταφήν σου σὺν τῇ ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι.
Ερμηνεία του μακαριστού αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου:
Όταν ο Ιωσήφ, μαζί με τον Νικόδημον, κατεβίβασεν από το ξύλον του Σταυρού Σε, που φορείς το φως ως ένδυμα, και Σε είδε νεκρόν, γυμνόν, άταφον ήρχισε θρήνον γεμάτον από πόνον και κλαίων έλεγεν: Αλλοίμονον εις εμέ, γλυκύτατε Ιησού! Πριν από ολίγον ο ήλιος, επειδή Σε είδε κρεμασμένον επάνω εις τον Σταυρόν (έχασε το φως του και) , ενεδύθη σκότος βαθύ και η γη εσείετο από τρόμον και το παραπέτασμα του Ναού (που εχώριζε τα άγια από τα άγια των αγίων) εσχίζετο εις δύο. Αλλ’ ιδού τώρα εγώ βλέπω ότι Σύ εδέχθης να υποστείς τον θάνατον με τη θέλησίν Σου, χάριν εμού. Με ποίον θάρρος θα κηδεύσω, Θεέ μου, Σε (τον απαθή και αθάνατον); Και με ποίαν τόλμην θα περιτυλίξω με σενδόνας Σε (τον Οποίον δε χωρεί το σύμπαν); Πως δε να εγγίσω το πάναγνον Σώμα Σου με τας (μολυσμένας) χείρας μου; Ή ποία θρηνώδη άσματα να ψάλω κατά την εκφορά Σου, ω εύσπλαχνε Κύριε; Δοξολογώ τα Πάθη Σου, εγκωμιάζω με ύμνους και την ταφή Σου, μαζί με την Ανάσταση Σου, και κραυγάζω: Κύριε, δόξα Σοι!!!
ΣΕ ΤΟΝ ΑΝΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟΝ ΤΟ ΦΩΣ
ΜΕΓΆΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ
ΑΠΟΚΑΘΉΛΩΣΗ